Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

ALAN SILVA & BURTON GREENE παράλληλοι κόσμοι

Τα ονόματα του κοντραμπασίστα Alan Silva και του πιανίστα Burton Greene είναι σίγουρο πως ανακαλούν πολλά στους fans της μουσικής των sixties (και πέραν αυτών). Με προσωπικές δισκογραφικές παρουσίες στην ESP Disk και δίπλα σε ιστορικά ονόματα που άλλαξαν την πορεία τής jazz –ο Silva εμφανίστηκε με τους Albert Ayler, Sun Ra, Sunny Murray, Archie Shepp κ.ά., ενώ ο Greene με τους Bill Dixon, Cecil Taylor, Gato Barbieri, Sam Rivers κ.ά.– οι δυο τους, κιμπορντίστες πια (καθότι ο Silva φαίνεται πως έχει ψιλοεγκαταλείψει το κοντραμπάσο), συναντήθηκαν για πρώτη φορά σ’ ένα (ιστορικό σήμερα) σχήμα της εποχής, φανερώνοντας από τότε (1963-65) τα βαθύτερα μουσικά ενδιαφέροντά τους. Το Free Form Improvisation Ensemble (Burton Greene πιάνο, Gary William Friedman άλτο, Jon Winter φλάουτο, Alan Silva μπάσο, Clarence Walker ντραμς) ήταν ένα από τα πρώτα γκρουπ, αν όχι το πρώτο, που –ήδη από το ’63– αποφάσιζε να προτείνει μία πλήρως αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, υψηλού παικτικού δυναμικού· κάτι που διαπιστώθηκε τέλος πάντων χρόνια αργότερα (1999), όταν η Cadence Jazz κυκλοφόρησε ένα CD με αγέρωχες εγγραφές τους από το 1964. Silva και Greene συναντήθηκαν βεβαίως κι άλλες φορές στη διαδρομή με δισκογραφική έως ώρας κατάληξη το Parallel Worlds [Long Song, 2012], ένα αποκλειστικώς ηλεκτρονικό έργο γραμμένο κάπου στη Γαλλία, τον Αύγουστο του ’08.
Όπως σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Greene στις liner notes (μιλώντας, συγχρόνως, και για τον Silva): «Χειριζόμαστε όργανα, ok, αλλά στην πράξη εμείς, οι εαυτοί μας, είμαστε τα κυριότερα όργανα. Είναι το πνεύμα της μουσικής που πάντα μας καθοδηγεί, προτείνοντάς μας τι θα παίξουμε». Κάτω απ’ αυτήν την… πνευματική οριοθέτηση της καλλιτεχνικής παραγωγής ίσως αποκρυπτογραφείται (όσο… τέλος πάντων) η διάθεση του ντούο να εξερευνήσει «ανοιχτές» κοσμικές περιοχές τη βοηθεία συνθετητών και γεννητριών. Με vintage λοιπόν εξοπλισμό, όπως είναι το Roland D-50 (το ανταγωνιστικό πολυφωνικό αναλογικό keyboard ενός άλλου κλασικού, του Yamaha DX7) και με την ανάλογη μονάδα ήχου –μία U110, με τις πάντα καθαρές «πνευστές» γραμμές, αλλά και τα ποικίλα πληκτρονικά timbre– οι δύο μουσικοί δομούν ένα… παλιομοδίτικο ηλεκτρονικό άλμπουμ, που άγεται από ανάλογες απόπειρες του Sun Ra, δανειζόμενο, στην πορεία, στοιχεία από την αμερικανική περιβαλλοντική electronica (προσωπικώς θυμήθηκα τον Έλληνοαμερικανό Iasos), διαμορφώνοντάς τα μέσω της δικής τους αυθόρμητης προσέγγισης. Τώρα, κατά πόσον είναι αυθόρμητο αυτό που ακούμε, από τη στιγμή κατά την οποίαν οι δύο μουσικοί αυτοσχεδιάζουν με ελευθερία για σχεδόν 50 χρόνια (άρα έχουν καταγραμμένη στο DNA τους μίαν improv συμπεριφορά), είναι ένα θέμα προς συζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου