Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

MODE PLAGAL ελληνοτουρκικά και ελληνοελληνικά

Μέλη του Βόσπορου και των Mode Plagal δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται. Είχε προηγηθεί το κορυφαίο fusion της περασμένης δεκαετίας «Του Βόσπορου το Πέρα» [Hitch-Hyke, 2003] και είναι τώρα τα «Ελληνοτουρκικά» [Lyra, 2010], στα οποία τραγουδά η Βασιλική Παπαγεωργίου και συμμετέχουν οι Engin Arslan (ex-Βόσπορος) σάζι, λαούτο, τζουρά, Κλέων Αντωνίου ακουστική κιθάρα, φυσαρμόνικα, Αντώνης Μαράτος κοντραμπάσο (ex-Mode Plagal), καθώς και ο Νίκος Κράλλης μπουζούκι. Το ρεπερτόριο είναι ποικίλο. Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Βαμβακάρης, Τούντας, Χρυσίνης, Ζαμπέτας, τουρκικά και ελληνικά παραδοσιακά, αλλά και συνθέσεις των Arslan, Αντωνίου κ.ά. – ανάμεσα και το καταπληκτικό «Του Βόσπορου το Πέρα» (το συγκεκριμένο κομμάτι εννοώ). Με ήχο να τον πούμε ακουστικό, με περισσό πάθος και αγωνία να περιγραφεί η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία και από τη μουσική πλευρά της (που είναι το πιο εύκολο, εδώ που τα λέμε…) και με την πάντα αφ’ υψηλού (να μην παρεξηγηθεί η λέξη) παρουσία σε τέτοια projects του Νικηφόρου Μεταξά, τα «Ελληνοτουρκικά» είναι ένα άλμπουμ, που θ’ ακούγεται πάντα με ενδιαφέρον και ενίοτε με συγκίνηση. Αλλά και… μόνοι τους το έκαναν το μικροθαύμα τους οι Mode Plagal (η φωτογραφία είναι του Μενέλαου Λιόντου), ήτοι οι Θοδωρής Ρέλλος σαξόφωνα, φωνή, Κλέων Αντωνίου κιθάρες, φωνή, Florian Mikuta πλήκτρα, φωνή, Αντώνης Μαράτος μπάσο, Τάκης Κανέλλος ντραμς, φωνή. Εκ νέου στο προσκήνιο λοιπόν μ’ ένα άλμπουμ, που αυτή τη φορά δε μασάει ούτε τα λόγια του· καθότι τους ήχους του, έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε περίπτωση να τους μασήσει. Το απολαυστικό ραπάρισμα σ’ ένα απόσπασμα από τη «Φαύστα» του Μποστ (εκεί όπου ο μέγας ευθυμογράφος παραδίδει «ανάποδα» μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας, τα οποία εφαρμόζονται, με… απαράμιλλη πίστη, σήμερα, από τις νέες διακυβερνήσεις) είναι όλα τα λεφτά, σ’ ένα άλμπουμ, την «Κοιλιά του Κήτους» [Lyra, 2010], το οποίο διαπερνάται απ’ άκρη σ’ άκρη, από μιαν αγέρωχη ελληνοπρέπεια (ου μην και βαλκανοπρέπεια). Και όλα αυτά διαμορφωμένα μέσα σ’ ένα ηχο-περιβάλλον, που χρωστά πολλά στον θείο-Frank (οι παρλάτες αναπτύσσονται με την πάντα απροκάλυπτη ζαππική μανιέρα), στα πατροπαράδοτα ακούσματα, φυσικά επί τω funk-ότερον, εμμένοντας, εν ολίγοις, στην ανάγκη για έναν fusion ήχο, που πάντα θα κουβαλά τη μετρική άνεση και το «εν τω γενάσθαι» πνεύμα της jazz, συνδυασμένος, πάντα, με το αφόρητο βάρος μιας διακεκαυμένης rock ορχήστρας. Κάπως σαν σ’ ένα σύστημα λόγων (αξιών δηλαδή), επί των οποίων κυριαρχεί πρώτον και καλύτερο το χιούμορ (Τόσο λοιπόν ήτο σκληρός αυτός ο Παναγιώτου/ που εις μίαν κρίσιμον στιγμήν επώλησε τον γυιο του;/ Που βλέπετε σκληρόητα; Ο γέρων Παναγιώτου/ τον γυιο του δεν επώλησε. Επώλησε το γιωτ του.), η αγάπη για την πλάση, οι μνήμες, το ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, που εφορμά απέναντι στη μηρυκασμένη τροφή, αγγίζοντας την ελευθερία. Πράγματα που να επιδέχονται βελτίωση υπάρχουν; Οπωσδήποτε. Από σοβαρά, που θ’ αφορούσαν σ’ αυτή καθ’ αυτήν την παραγωγή, έως επουσιώδη, που θα σχετίζονταν π.χ. με μία λειτουργικότερη σειρά στο track list. Μένω, όμως, στην ουσία. Μαϊμού δε θα ψειρίσω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου